"Ποιό είναι το χρέος μας;

Να μαχόμαστε ν' ανθίσει ένα μικρό λουλούδι απάνω στο λίπασμα τούτο της σάρκας και του νου μας."

Ν. Καζαντζάκης "Ασκητική"

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Η εργασία του μαθητή του Β3 Τσάπου Νίκου για τη ραψωδία Α


Υλικό για τη Ραψωδία Γ



 Ρίτσου «Ελένη» 

«Ω, ναι, γελάω  καμιά φορά, κι ακούω το γέλιο μου βραχνό
Ν ΄ ανεβαίνει
Όχι απ΄ το στήθος πια, πολύ πιο κάτω , απ΄ τα πόδια· πιο κάτω,
Μες απ ΄τη γης. Και γελάω. Πώς  είταν δίχως νόημα όλα,
Δίχως σκοπό και διάρκεια και ουσία- πλούτη, πόλεμοι, δόξες
Και φθόνοι.
Κοσμήματα και η ίδια η ομορφιά μου.
Τι ανόητοι θρύλοι
Κύκνοι και Τροίες και έρωτες κι ανδραγαθίες.
Συνάντησα πάλι
Σε πένθιμα, νυχτερινά συμπόσια τους παλιούς εραστές μου, με
Άσπρα γένεια
 Με άσπρα μαλλιά, με κοιλιές ογκωμένες, σα νάταν
Έγκυοι κιόλας απ΄ το θάνατό τους, να καταβροχθίζουν με μια
Ξένη βουλιμία
Τα ψημένα τραγιά, χωρίς να κοιτάζουν τη σπάλα- τι να κοιτάξουν;
Μια επίπεδη σκιά τη γέμιζε όλη με ελάχιστες άσπρες κηλίδες

Εγώ, όπως ξέρεις, διατηρούσα ακόμη την παλιά ομορφιά μου
Σαν από θαύμα(αλλά και με βαφές, με βότανα και με πομάδες,
Χυμούς λεμονιών κι αγγουρόνερο). Τρόμαζα μόνο να βλέπω
στη μορφή τους
το πέρασμα και των δικών μου χρόνων.»

2. Λουκιανού  «Νεκρικοί Διάλογοι» 
Μένιππος και Ερμής
«Μένιππος: Ερμή που ‘ν’ οι ωραίοι κι οι ωραίες; Οδήγησέ με σε παρακαλώ, μιας κι είμαι νιόφερτος εδώ.
Ερμής: Δεν έχω χρόνο βρε Μένιππε, αλλά να! παρατήρησε ‘κει δεξιά, βρίσκονται ο Υάκινθος, ο Νάρκισσος, ο Νηρέας, ο Αχιλλέας, η Τυρώ, η Ελένη κι η Λήδα: Όλες οι παλιές ομορφιές.
Μένιππος: Εγώ βλέπω μονάχα κόκαλα και κρανία άσαρκα κι όμοια μεταξύ τους.
Ερμής: Κι όμως αυτοί ‘ναι που θαυμάσαν όλοι οι ποιητές, αυτά τα κόκαλα που συ περιφρονείς.
Μένιππος: Δείξε μου τουλάχιστον την Ελένη, δεν μπορώ να τη διακρίνω.
Ερμής: Να, τούτο το κρανίο είναι της Ελένης.
Μένιππος: Για τούτο ‘δω το καυκί γεμίσανε χίλια καράβια με τα νιάτα όλης της Ελλάδας και σκοτωθήκανε τόσοι και τόσοι κι αναστατωθήκανε τόσες πόλεις;
Ερμής: Βλέπεις, εσύ Μένιππε δεν την είδες ζωντανή. Αν την είχες δει θα ‘λεγες κι εσύ: «Ας βρίσκομαι κοντά της κι ας υποφέρω πολλά». Γιατί και τ’ άνθη αν τα δει κανείς ξερά, να ‘χουνε χάσει το χρώμα και το σχήμα, δεν μπορεί να φανταστεί πόσο ήταν όμορφα όταν ανθούσαν.
Μένιππος: Απορώ βρε Ερμή, πως δέχτηκαν να υποφέρουν για κάτι που γρήγορα και τόσον εύκολα μαραίνεται.
Ερμής: Δεν έχω χρόνο Μένιππε να κάτσω να τα φιλοσοφήσω μαζί σου. Διάλεξε ένα μέρος που γουστάρεις και βολέψου. Πρέπει να φέρω καινούργιους νεκρούς.»

3.  Όσιπ Μάντελσταμ 
« Άυπνη νύχτα. Όμηρος. Πανιά φορτσάτα.
΄Εφτασα ως τη μέση διαβάζοντας τη λίστα
Των καραβιών, τρανό κοπάδι, καραβάνι γερανών
Που κάποτε σηκώθηκε στον ουρανό της Ελλάδας.

Σαν ένα βέλος γερανών , στραμμένος σε ξένες στεργιές
-θείος αφρός στων βασιλέων τα κεφάλια-,
Πού πάτε; Η Ελένη αν δεν υπήρχε
Την Τροία μόνη της τι να την κάνατε, Αχαιοί;

Η θάλασσα, ο Όμηρος- όλα η αγάπη τα κινεί.
Μα τώρα ποιον ν΄ ακούσω; Ο Όμηρος σιγεί
Κι η μαύρη θάλασσα δημηγορώντας αλαλάζει
Και με βοή βαριά ζυγώνει τα προσκέφαλό μου.»

4. Ronsard «Sonnets pour Helene»
«Δεν είναι ν΄απορεί κανείς, έλεγαν οι γερόντοι,
Πάνω απ΄τα τείχη του Ίλιου κοιτώντας την Ελένη,
Αν για μια τέτοια ομορφιά έχουμε πάθει τόσα:
Για ένα της βλέμμα δεν αρκούν όσα δεινά περνούμε.

Κι όμως θα΄ταν καλύτερα, για να γλυκάνει ο Άρης,
Πίσω να τήνε δώσουμε στον νόμιμό της άντρα.
Παρά να βλέπουμε στη γη παντού αίμα χυμένο,
Εχθρούς μες στο λιμάνι μας, στα κάστρα μας να ορμούνε.

Πατέρες, όποιου η δύναμη λιποψυχά δεν κάνει
Με συμβουλές ανάρμοστες να συγκρατεί τους νέους·
Μα σύσσωμοι θα έπρεπε κι οι γέροντες κι οι νέοι

Να βάλετε σε κίνδυνο κορμιά, πόλη και πλούτη.
Σοφός πολύ ο Μενέλαος αλλά θαρρώ κι ο Πάρης,
Που ο ένας την εζήταγε, κι ο άλλος την κρατούσε.»