"Ποιό είναι το χρέος μας;

Να μαχόμαστε ν' ανθίσει ένα μικρό λουλούδι απάνω στο λίπασμα τούτο της σάρκας και του νου μας."

Ν. Καζαντζάκης "Ασκητική"

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016



     Το τέλος της Ιλιάδας
                                        χωρίς το τέλος του Αχιλλέα



















 ελληνικό γλυπτό


Ο Όμηρος στην Ιλιάδα μας προετοιμάζει σε πολλά σημεία για το θάνατο του Αχιλλέα , ώστε να προεξαγγέλεται και να  θεωρείται σίγουρος και επιβεβλημένος. Όμως η  Ιλιάδα κλείνει  με το θάνατο και την ταφή του Πατρόκλου και του Έκτορα, όχι του Αχιλλέα.
Ο ποιητής δεν επιλέγει να κλείσει το έργο του με θάνατο- ήττα του ήρωα  αλλά  με την ηθική του αποκατάσταση  και με τη νίκη του απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Ο Αχιλλέας που γίνεται έρμαιο του πάθους του για εκδίκηση και παρασύρεται από το μίσος του , στη ραψωδία Ω βρίσκει την ανθρωπιά του,απολυτρώνει το  νεκρό  Έκτορα  και λυτρώνεται και ο ίδιος.Ακόμη, ικανοποιείται σε σχέση με τη διένεξη του με τον Αγαμέμνονα που εκδηλώθηκε στη ραψωδία Α . Η τιμή του αποκαθίσταται έμπρακτα και επιστρέφει στη μάχη.
 Μάλιστα, η συζήτηση στον Άδη ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα, που εκτυλίσσεται στη ραψωδία ω της Οδύσσειας , περιέχει την ηθική επανόρθωση της διένεξης  των δύο αντρών που ξέσπασε στη ραψωδία  Α της Ιλιάδας.Ο Αγαμέμνονας μιλώντας με τον Αχιλλέα αποκαλύπτει πληροφορίες για τις στιγμές που ακολούθησαν το θάνατό του Αχιλλέα.

 ραψωδία ω 35-92:
«…που αλάργα απ’ τ’ Άργος χάθηκες στην Τροία και  α)για σένα
οι πρώτοι πέσανε Αχαιοί τριγύρω σου και Τρώες
σαν πολεμούσαν κύκλο σου και συ ήσουν ξαπλωμένος
μακρύς πλατύς στον κουρνιαχτό, δίχως πια νου για αμάξια.
Και πολεμούσαμε όλοι εκεί όσο βαστούσε η μέρα,
κι ο Δίας αν δεν έβρεχε, δε θα ᾽παυε κι η μάχη.
Κι απ’ τις ριξιές σαν β) πήραμε το λείψανο στα πλοία,
σε στρώμα σε ξαπλώσαμε, και   γ) τ’ όμορφο κορμί σου
παστρέψαμε με χλιό νερό και λάδι, κι όλοι γύρω
χύνανε δάκρυα οι Δαναοί κι έκοβαν τα μαλλιά τους.
δ) Κι η μάνα σου ήρθε απ’ το γιαλό μ’ αθάνατες Νεράιδες

σαν άκουσε την είδηση και μια βουή μεγάλη
σηκώθηκε στη θάλασσα, που όλους τρεμούλα πήρε.
Θά ᾽μπαιναν τότε οι Δαναοί στα βαθουλά καράβια,
αν δεν τους κράταγε άνθρωπος, πολλών κι αρχαίων γνώστης,
ο Νέστορας, που κι από πριν σοφή ήταν η βουλή του,
Αυτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι είπε·
«Αργίτες, Αχαιόπουλα, μη φεύγετε, σταθείτε,
να ᾽ρθει απ’ το κύμα η μάνα του μ’ αθάνατες Νεράιδες
το πεθαμένο της παιδί να το μοιρολογήσει».
Κι οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί την άκουσαν και μένουν.
Γύρω σου οι κόρες στάθηκαν του πελαγίσιου γέρου,
κι άλιωτα ρούχα σου ᾽βαλαν και το χαμό σου κλαίγαν.
Κι οι Μούσες όλες, κι οι εννιά, με τη γλυκιά φωνή τους,
μοιρολογούσαν, που Αχαιού δεν έμεινε ένα μάτι.
αδάκρυτο. Τέτοιον καημό το μοιρολόι σκορπούσε.
ε)Μέρες και νύχτες δεκαφτά, χωρίς να πάψει ο θρήνος,
σε κλαίγαμε, οι αθάνατοι με τους θνητούς ανθρώπους.
στ) Στις δεκοχτώ σε δώσαμε στις φλόγες και τριγύρω
αρνιά παχιά σου σφάξαμε και τραχηλάτα βόδια.

Και συ στα ρούχα των θεών, στο λάδι και στο μέλι
καιγόσουν, κι άπειροι Αχαιοί, πεζούρα. κι αμαξάδες,
τ’ άρματα ρίχναν στη φωτά να δυναμώσει η φλόγα
και μια βουή σηκώθηκε κι αλαλαγμός μεγάλος.
Κι όταν πια σ’ έκαψε η φωτιά,  ζ) τα κόκαλά σου τ’ άσπρα
συνάξαμε τη χαραυγή και βάλαμε, Αχιλλέα,
σε λάδι κι άδολο κρασί. Κι ένα χρυσό αμφορέα
έφερε η μάνα σου, δουλειά του ξακουσμένου Ηφαίστου,
κι έλεγε απ’ το Διόνυσο πως χάρισμα τον είχε
Εκεί, Αχιλλέα, βάλαμε τα κόκαλά σου τ’ άσπρα.
με του Πατρόκλου ανάμιχτα,
που ᾽χε από πριν πεθάνει,
και του Αντιλόχου χωριστά, που απ’ όλους τους συντρόφους
- ο Πάτροκλος σαν πέθανε - ξεχωριστά αγαπούσες.
η) Κι ολόγυρά τους έπειτα ψηλό μεγάλο τάφο
σηκώσαμε
όλος ο στρατός των μαχητών Ελλήνων
στον απλωτόν Ελλήσποντο, σε μιας κορφής την άκρη,
να φαίνεται απ’ το πέλαγο και να τον βλέπουν όλοι,
όσοι στον κόσμο τώρα ζουν κι όσοι ξοπίσω θα ᾽ρθουν.
 θ) Κι απ’ τους θεούς η μάνα σου πεντάμορφα βραβεία
ζήτησε και μας έβαλε στων Αχαιών τους πρώτους.

Πολλές φορές θα σου ᾽τυχε να ιδείς ταφές ηρώων,
όταν μεγάλος βασιλιάς καμιά βολά πεθάνει,
που βγαίνουν στον αγώνα οι νιοι να πάρουν τα βραβεία,
Μα εκείνα ανίσως τα ᾽βλεπες, θα σάστιζε έτσι ο νους σου,
πόβαλε η αργυρόποδη θεά για σένα η Θέτη,
γιατί ήσουν στους μακαριστούς θεούς αγαπημένος.»


Επίσης, στη ραψωδία λ της Οδύσσειας ο Οδυσσέας συναντά την ψυχή του Αχιλλέα στον Άδη και στη συζήτησή τους του δίνει στοιχεία για αυτά που έγιναν μετά το θάνατο του Αχιλλέα, και κυρίως για την τύχη του γιου του, του Νεοπτόλεμου.
 Ραψωδία λ 505-537
«Τίποτε για το γέρο σου Πηλέα εγώ δεν ξέρω,
μα για το Νεοπτόλεμο, τ’ αγαπητό παιδί σου,
την πάσα αλήθεια θα σου πω, καθώς κι εσύ τ’ ορίζεις.
α)Ο ίδιος μ’ ένα ισόμετρο καράβι μου απ’ τη Σκύρο
τον έφερα στους Αχαιούς
τους πολεμοθρεμμένους.
Κι όταν γινόντανε βουλή στο κάστρο εμπρός της Τροίας,
β)πρώτος μιλούσε πάντα αυτός, μήτε έσφαλλε στο λόγο.
Μονάχα ο Νέστορας κι εγώ θαρρώ πως τον περνούσα.
Κι όταν τα όπλα αστράφτανε στον Τρωικό τον κάμπο,
πίσω δεν έστεκε, ποτέ στα τάγματα ή στους λόχους,
μον γ) πάντα εμπρός χυνότανε, άφταστος στην ορμή του,
και θέριζε άπειρους οχτρούς μες στη φωτιά της μάχης.

Κι όλους εγώ πού να τους πω και να τους ονομάσω,
όσους ο γιος σου σκότωσε, βοηθώντας τους Αργίτες·
φτάνει που τον Ευρύπυλο, γιο ήρωα του Τηλέφου,
με το σπαθί τον πέρασε κι άλλους μ’ αυτόν Κητιώτες,
που γράφτηκαν στο τάγμα του για δώρα από γυναίκα.
Αυτόν μετά απ’ το Μέμνονα, τον πιο λεβέντη που είδα.
δ) Και στ’ άλογο όταν μπήκαμε των Αχαιών οι πρώτοι,
που το ᾽χε φτιάσει ο Επειός, κι εγώ όλη τη φροντίδα
είχα ν’ ανοίγω ή να σφαλώ τη στεριωμένη κρύφτρα-
τότε όλοι οι άλλοι οπλαρχηγοί των Δαναών κι οι πρώτοι,
τα μάτια τους σφουγγούσανε και τρέμανε απ’ το φόβο.
Όμως του γιου σου εγώ ποτέ δεν είδα να χλομιάσει
η όψη του η ροδόθωρη, για δάκρυα να σφουγγίσει,
μα απ’ τ’ άλογο να πεταχτεί μου το ζητούσε χάρη
κι’ όλο τη χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάρι
ψηλάφαε, την καταστροφή της Τροίας μελετώντας.
ε) Και του Πριάμου το ψηλό σαν πήραμε το κάστρο,
γύρισε πίσω αλάβωτος στο μαύρο του καράβι
με δόξα και με λάφυρα
, δίχως από κοντάρι
να χτυπηθεί κι από κοντά καμιά πληγή να πάρει
ως γίνεται στον πόλεμο, που χάρη εκεί δεν έχει»




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου